- ἔκβρασμα
- ἔκβρασμαthing cast upneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έκβρασμα — το (AM ἔκβρασμα) το σύνολο τών στερεών ουσιών που ανέρχονται στην επιφάνεια υγρού όταν βράζει ή σχηματίζει δίνες αρχ. 1. έκκριση 2. εξάνθημα τού δέρματος … Dictionary of Greek
έκβρασμα — το, ατος 1. οι στερεές ύλες που ανεβαίνουν στην επιφάνεια υγρού με κοχλασμό ή δίνη. 2. αυτό που αποβάλλεται από θάλασσα ή ποταμό στην ξηρά (ναυάγιο, πτώμα κτλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκβρασμάτων — ἔκβρασμα thing cast up neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβράσματα — ἔκβρασμα thing cast up neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
INDICUM — apud Plin l. 35. c. 6. E liquidis coloribus, quos a dominis dari diximus (pingenti) propter magnitudinem pretii, ante omnes est prupurissum, e creta argentaria; Ab hoc maxima auctoritas Indico. Ex India venit, harundinum spumae adhaerescente limo … Hofmann J. Lexicon universale
εκβρασμός — ἐκβρασμός, ο (Α) 1. το έκβρασμα 2. κλονισμός, σάλος … Dictionary of Greek
παρέκβρασμα — άσματος, τὸ, Α μτφ. ακάθαρτος λόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἔκβρασμα] … Dictionary of Greek
εκβρασμός — ο το έκβρασμα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)